- Κοραξοί
- Κοραξοί, οἱ, Coraxi, a Colchian tribe, Hecat.210 J., Hellanic.70 J., Arist.Mete.351a11: in sg., Phoen.1.14:—Adj. [full] Κοραξικός, ή, όνA
, λῶπος Hippon.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, λῶπος Hippon.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κοραξοί — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοραξοί — κοραξός raven black masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόραξοι — κόραξος raven black masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοραξούς — Κοραξοί masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοραξῶν — Κοραξοί masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοραξικός — κοραξικός, ή, όν (Α) [Κοραξοί] αυτός που προέρχεται από τη χώρα τών Κοραξών, λαού που ζούσε κοντά στον Εύξεινο Πόντο … Dictionary of Greek